- επαπειλούμενος
- η, ον угрожающий, нависший;
επαπειλούμενος κίνδυνος — нависшая опасность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επαπειλούμενος κίνδυνος — нависшая опасность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπαπειλούμενος — ἐπαπειλέω hold out as a threat to pres part mp masc nom sg (attic epic doric) ἐπαπειλέω hold out as a threat to pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφός του Δείμου, με τον οποίο πάντα εμφανίζεται ως προσωποποίηση του τρόμου. Πολεμούσαν στο πλευρό του Άρη, ως συνοδοί και υπηρέτες του. Κοντά στο αρχείο των εφόρων, οι Σπαρτιάτες είχαν… … Dictionary of Greek